ὑπομνηματισμοῦ

ὑπομνηματισμοῦ
ὑπομνηματισμός
memorandum
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχολιοποιώ — έω, Α παθ. σχολιοποιοῡμαι, έομαι (για χωρίο συγγραφέα, κυρίως αρχαίων κειμένων) γίνομαι αντικείμενο σχολιασμού, υπομνηματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιον + ποιῶ (< ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”